- τρυφερωδῶς
- τρῠφερωδῶς, Adv.A delicately, Phot. s.v. νοσακερῶς.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρυφερωδῶς — delicately indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερώδης — ῶδες, Α [τρυφερός] (κατά τον Ησύχ.) «τρυφερός, μαλακός». επίρρ... τρυφερωδῶς Α (κατά τον Φώτ.) «μαλακωδῶς, νοσωδῶς» … Dictionary of Greek